συμφερόντως: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avantageusement.<br />'''Étymologie:''' [[συμφέρον]].
|btext=<i>adv.</i><br />avantageusement.<br />'''Étymologie:''' [[συμφέρον]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] το [[συμφέρον]] κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συμφερόντως]] ἔχει» — συμφέρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. <i>συμφέρων</i>, -<i>οντος</i> του [[συμφέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] το [[συμφέρον]] κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συμφερόντως]] ἔχει» — συμφέρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. <i>συμφέρων</i>, -<i>οντος</i> του [[συμφέρω]].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] το [[συμφέρον]] κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συμφερόντως]] ἔχει» — συμφέρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. <i>συμφέρων</i>, -<i>οντος</i> του [[συμφέρω]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφερόντως Medium diacritics: συμφερόντως Low diacritics: συμφερόντως Capitals: ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΣ
Transliteration A: sympheróntōs Transliteration B: sympherontōs Transliteration C: symferontos Beta Code: sumfero/ntws

English (LSJ)

Adv. pres. part. (συμφέρω),

   A profitably, τινι Antipho Soph.Oxy.1364.15 (ξυμ-), Pl.Lg.662a, Isoc.2.25, cf. X.Mem.1.2.50, IG12(8).640.8 (Peparethus, ii B.C.), etc.; οὔτε δικαίως οὔτε σ. on no plea either of justice or expediency, Antipho 2.1.9; σ. ἔχει Isoc.8.137, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.45.

German (Pape)

[Seite 991] adv. zum Vor., auf eine nützliche Art; Plat. Legg. II, 662 a; Xen. Mem. 1, 2, 50; Sp., wie Pol. 3, 107, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συμφερόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ συμφέρω, ὠφελίμως, τινὶ Πλάτ. Νόμ. 662Α, Ἰσοκρ. 19Ε, κτλ.· οὔτε δικαίως οὔτε σ., οὔτε λόγῳ δικαιοσύνης, οὔτε λόγῳ συμφέροντος, Ἀντιφῶν 116. 8· σ. ἔχει Ἰσοκρ. 186C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
avantageusement.
Étymologie: συμφέρον.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. προς το συμφέρον κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον
2. φρ. «συμφερόντως ἔχει» — συμφέρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συμφέρων, -οντος του συμφέρω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. προς το συμφέρον κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον
2. φρ. «συμφερόντως ἔχει» — συμφέρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συμφέρων, -οντος του συμφέρω.