συναροτριώ: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-άω, Α<br />[[οργώνω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀροτριῶ</i> «[[οργώνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἄροτρον]])].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω, Α<br />[[οργώνω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀροτριῶ</i> «[[οργώνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἄροτρον]])].
|mltxt=-άω, Α<br />[[οργώνω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀροτριῶ</i> «[[οργώνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἄροτρον]])].
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Greek Monolingual

-άω, Α
οργώνω μαζί ή ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀροτριῶ «οργώνω» (< ἄροτρον)].

Greek Monolingual

-άω, Α
οργώνω μαζί ή ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀροτριῶ «οργώνω» (< ἄροτρον)].