συνδιανέμω: Difference between revisions

From LSJ

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=distribuer ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διανέμω]].
|btext=distribuer ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διανέμω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[διανέμω]] [[κάτι]] από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[διανέμω]] [[κάτι]] από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον.
|mltxt=Α<br />[[διανέμω]] [[κάτι]] από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον.
}}
}}

Revision as of 12:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιανέμω Medium diacritics: συνδιανέμω Low diacritics: συνδιανέμω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΝΕΜΩ
Transliteration A: syndianémō Transliteration B: syndianemō Transliteration C: syndianemo Beta Code: sundiane/mw

English (LSJ)

   A distribute together with, ἑαυτοὺς . . τοῖς καλοῖς Lib.Decl.45.27:—Pass., c. dat., Plu.2.1024c, 1082b, cf. Gal.2.391. -νεύω, slew or turn together, of war-engines, Plb.1.23.10: c. dat. instr., τῷ προσώπῳ Plu. 2.63b: metaph., σ. τῇ διανοίᾳ ἐπί τι Plb.3.38.5.

German (Pape)

[Seite 1007] (s. νέμω), mit od. zugleich austheilen, vertheilen, Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

distribuer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, διανέμω.

Greek Monolingual

Α
διανέμω κάτι από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monolingual

Α
διανέμω κάτι από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον.