συνείλησις: Difference between revisions
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se ramasser sur soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[συνειλέω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de se ramasser sur soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[συνειλέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[συνειλῶ]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του συνειλῶ. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[συνειλῶ]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του συνειλῶ. | |mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[συνειλῶ]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του συνειλῶ. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:39, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A rolling oneself up, of a hedgehog, Ael.NA6.64; rolling up, Sch.Arat.156; synthesis, ἀνάπλωσις καὶ σ. Iamb.Comm.Math.12.
German (Pape)
[Seite 1010] ἡ, das Zusammenwickeln, -treiben, Schol. Arat. 156.
Greek (Liddell-Scott)
συνείλησις: ἡ, τὸ συνειλῆσθαι, ἐπὶ χερσαίου ἐχίνου ὅταν συνειλῆται, κουβαριάζεται, «ὁ δὲ ἀποπνίγεται, τοῦ πνεύματος ἔνδον ἐκ τῆς συνειλήσεως κατεσχημένου» Αἰλ. π. Ζ. 6. 64.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se ramasser sur soi-même.
Étymologie: συνειλέω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α συνειλῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνειλῶ.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α συνειλῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνειλῶ.