συνεκπεπαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεκπεπαίνω''': βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς ὡρίμασιν, περὶ τῶν ἀγρίων ἐρινεῶν τῶν περιαπτομένων ταῖς ἡμέροις συκαῖς, Πλούτ. 2. 700F.
|lstext='''συνεκπεπαίνω''': βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς ὡρίμασιν, περὶ τῶν ἀγρίων ἐρινεῶν τῶν περιαπτομένων ταῖς ἡμέροις συκαῖς, Πλούτ. 2. 700F.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ώριμο συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκπεπαίνω]] «[[κάνω]] [[κάτι]] να ωριμάσει [[τελείως]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ώριμο συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκπεπαίνω]] «[[κάνω]] [[κάτι]] να ωριμάσει [[τελείως]]»].
|mltxt=Α<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ώριμο συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκπεπαίνω]] «[[κάνω]] [[κάτι]] να ωριμάσει [[τελείως]]»].
}}
}}

Revision as of 12:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπεπαίνω Medium diacritics: συνεκπεπαίνω Low diacritics: συνεκπεπαίνω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΕΠΑΙΝΩ
Transliteration A: synekpepaínō Transliteration B: synekpepainō Transliteration C: synekpepaino Beta Code: sunekpepai/nw

English (LSJ)

   A help to ripen, Plu.2.700f.

German (Pape)

[Seite 1012] mit oder zugleich reif machen, pass. mit reif werden, Plut. Symp. 7, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπεπαίνω: βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς ὡρίμασιν, περὶ τῶν ἀγρίων ἐρινεῶν τῶν περιαπτομένων ταῖς ἡμέροις συκαῖς, Πλούτ. 2. 700F.

Greek Monolingual

Α
καθιστώ κάτι εντελώς ώριμο συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπεπαίνω «κάνω κάτι να ωριμάσει τελείως»].

Greek Monolingual

Α
καθιστώ κάτι εντελώς ώριμο συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπεπαίνω «κάνω κάτι να ωριμάσει τελείως»].