Φωκαιεύς: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />habitant de Phocée.<br />'''Étymologie:''' [[Φώκαια]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />habitant de Phocée.<br />'''Étymologie:''' [[Φώκαια]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. [[Φωκαεύς]], -έως, Α<br />ο [[κάτοικος]] της Φώκαιας, πόλης της Μικράς Ασίας<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με σημ. επιθ.</b>) αυτός που προέρχεται από την [[παραπάνω]] [[πόλη]], [[φωκαϊκός]] («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Φώκαια]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant de Phocée.
Étymologie: Φώκαια.
Greek Monolingual
-έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, -έως, Α
ο κάτοικος της Φώκαιας, πόλης της Μικράς Ασίας
αρχ.
(με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. -εύς].