χαλκίναος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(6_18)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκίναος''': -ον, ὁ κατοικῶν ἐν χαλκῷ ναῷ, ὁ ἔχων χαλκοῦν ναόν, ὡς τὸ [[χαλκίοικος]], Ἡσύχ.
|lstext='''χαλκίναος''': -ον, ὁ κατοικῶν ἐν χαλκῷ ναῷ, ὁ ἔχων χαλκοῦν ναόν, ὡς τὸ [[χαλκίοικος]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει χάλκινο ναό, [[χαλκίοικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> [[ναός]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>ναος</i>, <i>πρό</i>-<i>ναος</i>). Ο τ. έχει σχηματιστεί [[κατά]] το <i>χαλκί</i>-<i>οικος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκίνᾱος Medium diacritics: χαλκίναος Low diacritics: χαλκίναος Capitals: ΧΑΛΚΙΝΑΟΣ
Transliteration A: chalkínaos Transliteration B: chalkinaos Transliteration C: chalkinaos Beta Code: xalki/naos

English (LSJ)

ον,

   A dwelling in a brazen temple, like χαλκίοικος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1330] in einem ehernen Tempel wohnend, wie χαλκίοικος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκίναος: -ον, ὁ κατοικῶν ἐν χαλκῷ ναῷ, ὁ ἔχων χαλκοῦν ναόν, ὡς τὸ χαλκίοικος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινο ναό, χαλκίοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + ναός (πρβλ. πολύ-ναος, πρό-ναος). Ο τ. έχει σχηματιστεί κατά το χαλκί-οικος].