συνοικουρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(Bailly1_5)
(40)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui garde la maison avec, qui vit avec, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[οἰκουρός]].
|btext=ός, όν :<br />qui garde la maison avec, qui vit avec, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[οἰκουρός]].
}}
{{grml
|mltxt=-όν, και [[συνοίκουρος]], -ον Α<br /><b>1.</b> αυτός που μένει στο [[σπίτι]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συνοικουρὸς κακῶν» — [[σύντροφος]] σε [[αταξία]], σε [[ζημιά]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>οἴκουρος</i> «αυτός που μένει [[σπίτι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

συνοικουρός: -όν, ὁ συνοικουρῶν μετά τινος, ὅστις γυναικῶν λυμεῶνας ἥδεται ξένους κομίζων καὶ ξυνοικουροὺς κακῶν, «κακῶν συγκομιστὰς» (Δούκας), Εὐρ. Ἱππ. 1069· ― ἐκφέρεται καὶ προπαροξυτόνως: συνοίκουρος.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui garde la maison avec, qui vit avec, gén..
Étymologie: σύν, οἰκουρός.

Greek Monolingual

-όν, και συνοίκουρος, -ον Α
1. αυτός που μένει στο σπίτι μαζί με κάποιον
2. φρ. «συνοικουρὸς κακῶν» — σύντροφος σε αταξία, σε ζημιά (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἴκουρος «αυτός που μένει σπίτι»].