τριπτήριον: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(6_22) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριπτήριον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν [[ῥύπον]] ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ. | |lstext='''τριπτήριον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν [[ῥύπον]] ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α·][[τριπτήρ]]<br />όργανο για το [[τρίψιμο]] του σώματος στο [[λουτρό]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A rubbing tool, Gloss. (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
τριπτήριον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν ῥύπον ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ.