τριπτήριον: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(6_22)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριπτήριον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν [[ῥύπον]] ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ.
|lstext='''τριπτήριον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν [[ῥύπον]] ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α·][[τριπτήρ]]<br />όργανο για το [[τρίψιμο]] του σώματος στο [[λουτρό]].
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπτήριον Medium diacritics: τριπτήριον Low diacritics: τριπτήριον Capitals: ΤΡΙΠΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: triptḗrion Transliteration B: triptērion Transliteration C: triptirion Beta Code: tripth/rion

English (LSJ)

τό,

   A rubbing tool, Gloss. (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

τριπτήριον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν ῥύπον ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ, Α·]τριπτήρ
όργανο για το τρίψιμο του σώματος στο λουτρό.