ταρτημόριον: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6_22) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταρτημόριον''': τό, συντετμημένον ἀντὶ τεταρτ-, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582Ε· πρβλ. [[τάρες]]. | |lstext='''ταρτημόριον''': τό, συντετμημένον ἀντὶ τεταρτ-, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582Ε· πρβλ. [[τάρες]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δωρ. τ. ταρταμόριον, τὸ, Α<br />(συντετμημένος τ.) <b>βλ.</b> [[τεταρτημόριο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, shortd. for τεταρτ-, Macho ap.Ath.13.582e, BGU 1551.4 (iii B.C.), Hsch., Phot.; Dor. ταρτᾱμόριον Delph.3(5).78, 82 (iv B.C.): also ταρτήμορον, τό, PCair.Zen.776.12 (iii B.C.), BGU 1517.4, 1551.9 (iii B.C.), IG11(2).287A43, al. (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 444 B105 (ii B.C.); ταρτημο[ . . IG22.1496.207.
German (Pape)
[Seite 1072] τό, = τεταρτημόριον; Macho bei Ath. XIII, 582 d (V. 16); E. M. 747, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ταρτημόριον: τό, συντετμημένον ἀντὶ τεταρτ-, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582Ε· πρβλ. τάρες.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ταρταμόριον, τὸ, Α
(συντετμημένος τ.) βλ. τεταρτημόριο.