τετραώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(eksahir) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[que tiene cuatro nombres]] | |esgtx=[[que tiene cuatro nombres]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για τη Σελήνη) αυτή που έχει [[τέσσερεις]] επωνυμίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A having four names, of the Moon-goddess, PMag.Par.1.2560.
Greek (Liddell-Scott)
τετραώνυμος: ἐπίθετον Σελήνης, ἡ ἔχουσα τέσσαρα ὀνόματα, Ὕμν. ἐν Miller Mél. de liter. gr. σελ. 453· ὡσαύτως παρὰ Πρισκιανῷ 580Ρ.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τη Σελήνη) αυτή που έχει τέσσερεις επωνυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. τρι-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].