ταμιεύς: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(Bailly1_5)
 
(40)
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ταμίας]].
|btext=έως (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ταμίας]].
}}
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Μ<br />[[καταστηματάρχης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. υποχωρητ. παρ. του ρ. [[ταμιεύω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:46, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
c. ταμίας.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Μ
καταστηματάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. του ρ. ταμιεύω.