ταμιεύς

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
c. ταμίας.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Μ
καταστηματάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. του ρ. ταμιεύω.