ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
έως (ὁ) :c. ταμίας.
-έως, ὁ, Μκαταστηματάρχης.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. του ρ. ταμιεύω.