τελεσιφάντης: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(6_19) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τελεσιφάντης''': -ου, ὁ, = [[ἱεροφάντης]], [[ὀργιοφάντης]], Ἡσύχ. | |lstext='''τελεσιφάντης''': -ου, ὁ, = [[ἱεροφάντης]], [[ὀργιοφάντης]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἱεροφάντης]], [[ὀργιοφάντης]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τέλος]]) <span style="color: red;">+</span> -[[φάντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἱερο</i>-[[φάντης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
(-φάστας cod.), ου, ὁ,
A = ἱεροφάντης, ὀργιοφάντης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1085] ὁ, = ὶεροφάντης, ὀργιοφάντης, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τελεσιφάντης: -ου, ὁ, = ἱεροφάντης, ὀργιοφάντης, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἱεροφάντης, ὀργιοφάντης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι- (βλ. λ. τέλος) + -φάντης (< φαίνω), πρβλ. ἱερο-φάντης.