φίλυπνος: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
(6_17) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φίλυπνος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν [[ὕπνον]], Θεόκρ. 18, 10, Ἀριστ. π. Ὕπν. 3. 16, κλπ. | |lstext='''φίλυπνος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν [[ὕπνον]], Θεόκρ. 18, 10, Ἀριστ. π. Ὕπν. 3. 16, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[φίλυπνος]], -ον, ΝΜΑ, και [[φιλόϋπνος]] Α<br />αυτός που αγαπά πολύ τον ύπνο, [[υπναράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὕπνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὠμό</i>-<i>ϋπνος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A loving slecp, Theoc.18.10, Arist.Somn.457a22.
German (Pape)
[Seite 1289] den Schlaf liebend, gern schlafend; Theocr. 18, 10; Pol. 6, 167.
Greek (Liddell-Scott)
φίλυπνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ὕπνον, Θεόκρ. 18, 10, Ἀριστ. π. Ὕπν. 3. 16, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φίλυπνος, -ον, ΝΜΑ, και φιλόϋπνος Α
αυτός που αγαπά πολύ τον ύπνο, υπναράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὕπνος (πρβλ. ὠμό-ϋπνος)].