φάκιον: Difference between revisions
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(6_21) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φάκιον''': τό, [[ἀφέψημα]] φακῶν, ἐν χρήσει ὡς ἐμετικόν, Ἱππ. 474. 19 κἑξ. | |lstext='''φάκιον''': τό, [[ἀφέψημα]] φακῶν, ἐν χρήσει ὡς ἐμετικόν, Ἱππ. 474. 19 κἑξ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[φακός]]<br />[[αφέψημα]] φακών, που το χρησιμοποιούσαν ως εμετικό. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A decoction of lentils, used as an emetic, Hp.Morb.2.43.
German (Pape)
[Seite 1252] τό, Abkochung von Linsen; Hippocr.; vgl. Ath. IV, 158.
Greek (Liddell-Scott)
φάκιον: τό, ἀφέψημα φακῶν, ἐν χρήσει ὡς ἐμετικόν, Ἱππ. 474. 19 κἑξ.
Greek Monolingual
τὸ, Α φακός
αφέψημα φακών, που το χρησιμοποιούσαν ως εμετικό.