τρισάποτμος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_16)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισάποτμος''': -ον, = [[τρισάθλιος]], καὶ νῦν ὁ [[τρισάποτμος]] ἀπὸ τριχὸς ἤρτημαι Ἀνθ. Π. 5. 230.
|lstext='''τρισάποτμος''': -ον, = [[τρισάθλιος]], καὶ νῦν ὁ [[τρισάποτμος]] ἀπὸ τριχὸς ἤρτημαι Ἀνθ. Π. 5. 230.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ δυστυχισμένος, δυστυχέστατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄποτμος]] «[[ατυχής]], [[άθλιος]]»].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάποτμος Medium diacritics: τρισάποτμος Low diacritics: τρισάποτμος Capitals: ΤΡΙΣΑΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: trisápotmos Transliteration B: trisapotmos Transliteration C: trisapotmos Beta Code: trisa/potmos

English (LSJ)

ον,

   A = τρισάθλιος, AP5.229 (Paul.Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

τρισάποτμος: -ον, = τρισάθλιος, καὶ νῦν ὁ τρισάποτμος ἀπὸ τριχὸς ἤρτημαι Ἀνθ. Π. 5. 230.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ δυστυχισμένος, δυστυχέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄποτμος «ατυχής, άθλιος»].