τρυγήσιμος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(6_16) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῠγήσιμος''': -ον, [[ὥριμος]] πρὸς τρύγησιν, Ἐτυμολ. Μέγ. 271. 32, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[διατρύγιος]]. | |lstext='''τρῠγήσιμος''': -ον, [[ὥριμος]] πρὸς τρύγησιν, Ἐτυμολ. Μέγ. 271. 32, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[διατρύγιος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τρυγήσιμος]], -η, -ον, ΝΑ [[τρύγησις]]<br />(για καρπούς) [[κατάλληλος]] για [[τρύγηση]], για [[συγκομιδή]] («τρυγήσιμα σταφύλια»). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ripe for gathering, EM271.32, Hsch. s.v. διατρύγιος, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγήσιμος: -ον, ὥριμος πρὸς τρύγησιν, Ἐτυμολ. Μέγ. 271. 32, Ἡσύχ. ἐν λέξ. διατρύγιος.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρυγήσιμος, -η, -ον, ΝΑ τρύγησις
(για καρπούς) κατάλληλος για τρύγηση, για συγκομιδή («τρυγήσιμα σταφύλια»).