σύρριζος: Difference between revisions
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(6_17) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύρριζος''': -ον, ὁ ἐρριζωμένος [[ὁμοῦ]], ὁ [[μετὰ]] τῆς ῥίζης, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 512, Εὐστ. Ἰλ. Α. 235. | |lstext='''σύρριζος''': -ον, ὁ ἐρριζωμένος [[ὁμοῦ]], ὁ [[μετὰ]] τῆς ῥίζης, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 512, Εὐστ. Ἰλ. Α. 235. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για [[φυτό]] ή [[τμήμα]] φυτού)<br /><b>1.</b> ο ενωμένος με τις ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[αφθονία]] ριζών («ποιῆσαι τὸν ἵππον... χλωροφαγῆσαι ἐπὶ [[πεδίον]] σύρριζον», Ιππιατρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρίζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>έν</i>-<i>ριζος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A joined to the root, root and all, Sch.rec.S.El.512, Eust.93.5. 2 well supplied with roots, ποιῆσαι τὸν ἵππον . . χλωροφαγῆσαι ἐπὶ πεδίον σ. Hippiatr.10.
Greek (Liddell-Scott)
σύρριζος: -ον, ὁ ἐρριζωμένος ὁμοῦ, ὁ μετὰ τῆς ῥίζης, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 512, Εὐστ. Ἰλ. Α. 235.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για φυτό ή τμήμα φυτού)
1. ο ενωμένος με τις ρίζες
2. αυτός που έχει αφθονία ριζών («ποιῆσαι τὸν ἵππον... χλωροφαγῆσαι ἐπὶ πεδίον σύρριζον», Ιππιατρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ρίζος (< ῥίζα), πρβλ. έν-ριζος].