Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαρτουλάριος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_15)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαρτουλάριος''': ὁ, τὸ Λατ. chartularius, [[φύλαξ]] τῶν ἀρχείων, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 3. 20, Συλλ. Ἐπιγρ. 9398, Ἰουστινιαν. Κῶδ. 1. 2, 25., 12. 38, 14, Νεαρ. 117, 1.
|lstext='''χαρτουλάριος''': ὁ, τὸ Λατ. chartularius, [[φύλαξ]] τῶν ἀρχείων, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 3. 20, Συλλ. Ἐπιγρ. 9398, Ἰουστινιαν. Κῶδ. 1. 2, 25., 12. 38, 14, Νεαρ. 117, 1.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (στο <b>Βυζ.</b>) το [[αξίωμα]] του επικεφαλής της υπηρεσίας εφοδιασμού και ιματιοθήκης του στρατού και του ναυτικού<br /><b>2.</b> (εκκλ,) (παλαιότερα) το [[αξίωμα]] του υπευθύνου του ληξιαρχείου επισκοπής<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τίτλος]] [[τιμής]] που απονέμεται από τον οικουμενικό πατριάρχη σε πρεσβυτέρους και άλλους κληρικούς ή και σε λαϊκούς για τις υπηρεσίες τους [[προς]] την Εκκλησία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>chartularius</i> «[[αρχειοφύλακας]]» (<span style="color: red;"><</span> [[χάρτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρτουλάριος Medium diacritics: χαρτουλάριος Low diacritics: χαρτουλάριος Capitals: ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΙΟΣ
Transliteration A: chartoulários Transliteration B: chartoularios Transliteration C: chartoularios Beta Code: xartoula/rios

English (LSJ)

ὁ,

   A chartularius, keeper of archives, PKlein.Form. 1024 (v/vi A. D.), Sammelb.5656.4 (vi A. D.), Cod.Just.1.2.24.8, al., Lyd.Mag.3.20.

Greek (Liddell-Scott)

χαρτουλάριος: ὁ, τὸ Λατ. chartularius, φύλαξ τῶν ἀρχείων, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 3. 20, Συλλ. Ἐπιγρ. 9398, Ἰουστινιαν. Κῶδ. 1. 2, 25., 12. 38, 14, Νεαρ. 117, 1.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. (στο Βυζ.) το αξίωμα του επικεφαλής της υπηρεσίας εφοδιασμού και ιματιοθήκης του στρατού και του ναυτικού
2. (εκκλ,) (παλαιότερα) το αξίωμα του υπευθύνου του ληξιαρχείου επισκοπής
νεοελλ.
τίτλος τιμής που απονέμεται από τον οικουμενικό πατριάρχη σε πρεσβυτέρους και άλλους κληρικούς ή και σε λαϊκούς για τις υπηρεσίες τους προς την Εκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. chartularius «αρχειοφύλακας» (< χάρτης)].