χήνημα: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(6_22)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χήνημα''': τό, περίπαιγμα μὲ χάσκον [[στόμα]], «[[χήνημα]]· [[καταμώκημα]]» Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἔχει καὶ ἀόρ. «χηνῆσαι· καταμωκήσασθαι» ἐκ ῥήματος χηνάω ἢ -έω πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 260.
|lstext='''χήνημα''': τό, περίπαιγμα μὲ χάσκον [[στόμα]], «[[χήνημα]]· [[καταμώκημα]]» Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἔχει καὶ ἀόρ. «χηνῆσαι· καταμωκήσασθαι» ἐκ ῥήματος χηνάω ἢ -έω πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 260.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />το να γελάει [[κανείς]] περιφρονητικά με ανοιχτό το [[στόμα]] εις [[βάρος]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χην</i>- της εκτεταμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. [[χαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[χάσκω]])].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χήνημα Medium diacritics: χήνημα Low diacritics: χήνημα Capitals: ΧΗΝΗΜΑ
Transliteration A: chḗnēma Transliteration B: chēnēma Transliteration C: chinima Beta Code: xh/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A wide gape, mocking laugh, Hsch.; also aor. χηνῆσαι· καταμωκήσασθαι, from χηνάω or -έω.

German (Pape)

[Seite 1353] τό, das Maulaufsperren, bes. das Verlachen mit aufgesperrtem Munde, dah. Verachtung, Spott, Hesych. Vgl. χηνυστράω.

Greek (Liddell-Scott)

χήνημα: τό, περίπαιγμα μὲ χάσκον στόμα, «χήνημα· καταμώκημα» Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ ἀόρ. «χηνῆσαι· καταμωκήσασθαι» ἐκ ῥήματος χηνάω ἢ -έω πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 260.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το να γελάει κανείς περιφρονητικά με ανοιχτό το στόμα εις βάρος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χην- της εκτεταμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χαίνω + κατάλ. -ημα (βλ. και λ. χάσκω)].