ὑετώδης: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(6_3)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑετώδης''': [ῡ], ες, ([[εἶδος]]) βροχερός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 1, 1.
|lstext='''ὑετώδης''': [ῡ], ες, ([[εἶδος]]) βροχερός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 1, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[ὑετώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ὑετός]]<br />[[βροχερός]].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑετώδης Medium diacritics: ὑετώδης Low diacritics: υετώδης Capitals: ΥΕΤΩΔΗΣ
Transliteration A: hyetṓdēs Transliteration B: hyetōdēs Transliteration C: yetodis Beta Code: u(etw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A rainy, showery, J.AJ1.1.1.

German (Pape)

[Seite 1175] ες, regenartig, regnig, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ὑετώδης: [ῡ], ες, (εἶδος) βροχερός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 1, 1.

Greek Monolingual

-ες / ὑετώδης, -ῶδες, ΝΑ ὑετός
βροχερός.