φιλοΐατρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(6_16)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοΐατρος''': -ον, = φιλίᾱτρος, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 225.
|lstext='''φῐλοΐατρος''': -ον, = φιλίᾱτρος, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 225.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[φιλίατρος]].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοΐᾱτρος Medium diacritics: φιλοΐατρος Low diacritics: φιλοΐατρος Capitals: ΦΙΛΟΪΑΤΡΟΣ
Transliteration A: philoḯatros Transliteration B: philoiatros Transliteration C: filoiatros Beta Code: filoi/+atros

English (LSJ)

ον,

   A = φιλίατρος, Procl.Par.Ptol.225.

German (Pape)

[Seite 1280] die Aerzte, die Arzneikunst liebend, s. φιλίατρος.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοΐατρος: -ον, = φιλίᾱτρος, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 225.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. φιλίατρος.