τοπογραμματεύς: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
(6_8) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τοπογραμμᾰτεύς''': έως, ὁ γραμματεὺς τόπου (ἴδε [[τοπάρχης]]), Αἰγύπτιός τις ἄρχων ἢ πολιτκὸς [[ὑπάλληλος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4699. 14., 4956. 32. | |lstext='''τοπογραμμᾰτεύς''': έως, ὁ γραμματεὺς τόπου (ἴδε [[τοπάρχης]]), Αἰγύπτιός τις ἄρχων ἢ πολιτκὸς [[ὑπάλληλος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4699. 14., 4956. 32. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[πολιτικός]] [[ανώτερος]] [[αξιωματούχος]] τόπου, περιοχής στην Αίγυπτο, [[τοπάρχης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> [[γραμματεύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A secretary of a τόπος (v. τοπάρχης), an Egyptian official, PPetr.3p.71 (iii B.C.), PTeb.27.2, al. (ii B. C.), OGI665.31, 666.14 (both i A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1129] ὁ, der Ortsschreiber, eine ägyptische Obrigkeit, Inscr. bei Böckh über eine ägyptische Urkunde auf Papyrus p. 18.
Greek (Liddell-Scott)
τοπογραμμᾰτεύς: έως, ὁ γραμματεὺς τόπου (ἴδε τοπάρχης), Αἰγύπτιός τις ἄρχων ἢ πολιτκὸς ὑπάλληλος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4699. 14., 4956. 32.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πολιτικός ανώτερος αξιωματούχος τόπου, περιοχής στην Αίγυπτο, τοπάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + γραμματεύς.