ὑββάλλω: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(6_23)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑββάλλω''': κατ’ Ἐπικ. συγκοπ. ἀντὶ [[ὑποβάλλω]], Ἰλ. Τ. 80. - Καθ’ Ἡσυχ.: «ὑββάλει· ὑπερτίθεται, ὑποβάλλει».
|lstext='''ὑββάλλω''': κατ’ Ἐπικ. συγκοπ. ἀντὶ [[ὑποβάλλω]], Ἰλ. Τ. 80. - Καθ’ Ἡσυχ.: «ὑββάλει· ὑπερτίθεται, ὑποβάλλει».
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(επικ. συγκεκομμένος τ.) <b>βλ.</b> [[υποβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑββάλλω Medium diacritics: ὑββάλλω Low diacritics: υββάλλω Capitals: ΥΒΒΑΛΛΩ
Transliteration A: hybbállō Transliteration B: hybballō Transliteration C: yvvallo Beta Code: u(bba/llw

English (LSJ)

Ep. for ὑποβάλλω, Il.19.80.

German (Pape)

[Seite 1168] ep. statt ὑποβάλλω, Il. 19, 80.

Greek (Liddell-Scott)

ὑββάλλω: κατ’ Ἐπικ. συγκοπ. ἀντὶ ὑποβάλλω, Ἰλ. Τ. 80. - Καθ’ Ἡσυχ.: «ὑββάλει· ὑπερτίθεται, ὑποβάλλει».

Greek Monolingual

Α
(επικ. συγκεκομμένος τ.) βλ. υποβάλλω.