φλεβοτόμος: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui coupe les veines ; τὸ φλεβοτόμον lancette.<br />'''Étymologie:''' [[φλέψ]], [[τέμνω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui coupe les veines ; τὸ φλεβοτόμον lancette.<br />'''Étymologie:''' [[φλέψ]], [[τέμνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο / [[φλεβοτόμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τέμνει φλέβες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το φλεβοτόμο</i><br />χειρουργικό [[εργαλείο]] με το οποίο διενεργείται η [[φλεβοτομία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[φλεβοτόμος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] νηματόκερων διπτέρων εντόμων, [[τυπικό]] της οικογένειας [[φλεβοτομίδες]], στην οποία ανήκουν οι σκνίπες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλέψ]], <i>φλεβός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὑλο</i>-[[τόμος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>phlebotomus</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
(parox.), ον,
A opening veins: φλεβοτόμον (sc. σμιλίον), τό, lancet, Luc.Ind.29, Cael.Aur.CP2.19, Steph. in Int.17.19, etc.
German (Pape)
[Seite 1290] die Ader zerschneidend, öffnend, zur Ader lassend; τὸ φλεβοτόμον, sc. σμιλίον, ein Messerchen, die Adern zu öffnen, eine Lanzette, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φλεβοτόμος: -ον, ὁ τέμνων ἢ ἀνοίγων φλέβας, φλεβοτόμον (ἐξυπακ. σμίλιον), τό, μαχαιρίδιον πρὸς φλεβοτομίαν, «νυστέρι», Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 29, Cael, Aurel., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coupe les veines ; τὸ φλεβοτόμον lancette.
Étymologie: φλέψ, τέμνω.
Greek Monolingual
-ο / φλεβοτόμος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που τέμνει φλέβες
2. το ουδ. ως ουσ. το φλεβοτόμο
χειρουργικό εργαλείο με το οποίο διενεργείται η φλεβοτομία
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φλεβοτόμος
ζωολ. γένος νηματόκερων διπτέρων εντόμων, τυπικό της οικογένειας φλεβοτομίδες, στην οποία ανήκουν οι σκνίπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ὑλο-τόμος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. phlebotomus].