χοροτερπής: Difference between revisions

From LSJ

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
(6_8)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χοροτερπής''': -ές, ὁ χοροῖς τερπόμενος, Νόνν. Διονυσ. 14. 249.
|lstext='''χοροτερπής''': -ές, ὁ χοροῖς τερπόμενος, Νόνν. Διονυσ. 14. 249.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που του αρέσει ο [[χορός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]] «αρέσω, [[ευχαριστώ]]»), <b>πρβλ.</b> [[δημο]]-<i>τερπής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοροτερπής Medium diacritics: χοροτερπής Low diacritics: χοροτερπής Capitals: ΧΟΡΟΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: choroterpḗs Transliteration B: choroterpēs Transliteration C: choroterpis Beta Code: xoroterph/s

English (LSJ)

ές,

   A delighting in the dance, Nonn.D.14.249.

German (Pape)

[Seite 1367] ές, sich an Chören, Reigentänzen vergnügend, Nonn. D. 20, 24.

Greek (Liddell-Scott)

χοροτερπής: -ές, ὁ χοροῖς τερπόμενος, Νόνν. Διονυσ. 14. 249.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που του αρέσει ο χορός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -τερπής (< τέρπω «αρέσω, ευχαριστώ»), πρβλ. δημο-τερπής].