ὑγροκοίλιος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_18)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑγροκοίλιος''': -ον, ὁ ἔχων ὑγρὰν κοιλίαν, [[εὐκοίλιος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12.
|lstext='''ὑγροκοίλιος''': -ον, ὁ ἔχων ὑγρὰν κοιλίαν, [[εὐκοίλιος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει υδαρείς κενώσεις, που έχει [[ευκοιλιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίλιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]]), <b>πρβλ.</b> <i>θερμο</i>-<i>κοίλιος</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>κοίλιος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑγροκοίλιος Medium diacritics: ὑγροκοίλιος Low diacritics: υγροκοίλιος Capitals: ΥΓΡΟΚΟΙΛΙΟΣ
Transliteration A: hygrokoílios Transliteration B: hygrokoilios Transliteration C: ygrokoilios Beta Code: u(grokoi/lios

English (LSJ)

ον,

   A having moist or loose faeces, Arist.HA632b11 (ὑγρό-κοιλος is f.l. in Cyran.56; cf. ὑδρόκοιλος).

German (Pape)

[Seite 1171] mit flüssigem, weichem Unterleibe; Arist. H. A. 9, 50; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγροκοίλιος: -ον, ὁ ἔχων ὑγρὰν κοιλίαν, εὐκοίλιος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει υδαρείς κενώσεις, που έχει ευκοιλιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. θερμο-κοίλιος, μεγαλο-κοίλιος].