ευκοιλιότητα
From LSJ
τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
Greek Monolingual
η (Μ εὐκοιλιότης) ευκοίλιος
η ιδιότητα του ευκοίλιου
νεοελλ.
ιατρ. ανωμαλία τών εντερικών λειτουργιών που χαρακτηρίζεται από συχνές και υδαρείς κενώσεις, η διάρροια, η εντερόρροια.