ευκοιλιότητα
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
Greek Monolingual
η (Μ εὐκοιλιότης) ευκοίλιος
η ιδιότητα του ευκοίλιου
νεοελλ.
ιατρ. ανωμαλία τών εντερικών λειτουργιών που χαρακτηρίζεται από συχνές και υδαρείς κενώσεις, η διάρροια, η εντερόρροια.