ὑστριχίς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />fouet armé de pointes pour les esclaves.<br />'''Étymologie:''' [[ὕστριξ]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />fouet armé de pointes pour les esclaves.<br />'''Étymologie:''' [[ὕστριξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[νόσος]] που προσβάλλει την [[ουρά]] τών αλόγων και [[κατά]] την οποία οι [[τρίχες]] της γίνονται σαν τις [[τρίχες]] του γουρουνιού<br /><b>2.</b> ο ύστριξ<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαστίγιο]] από γουρουνότριχες που χρησιμοποιούσαν για [[τιμωρία]] τών δούλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕστριξ]], -<i>ιχος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]<br />(<b>πρβλ.</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστρῐχίς Medium diacritics: ὑστριχίς Low diacritics: υστριχίς Capitals: ΥΣΤΡΙΧΙΣ
Transliteration A: hystrichís Transliteration B: hystrichis Transliteration C: ystrichis Beta Code: u(strixi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (

   A ὕστριξ 111) whip for punishing slaves, Ar.Ra.619, Pax746 (anap.), cf. Poll.2.24, 3.79, Ph.2.287 (ὑστριχίσι with v. l. ὕστριξι dat. pl.).    II disease of the horse's tail, Hippiatr.59 tit.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστρῐχίς: -ίδος, ἡ, (ὕστριξ ΙΙ), μάστιξ ἐξ ὑείων τριχῶν, δι’ ἧς ἐκόλαζον τοὺς δούλους, Ἀριστοφ. Βάτρ. 619, Εἰρ. 746, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24, Γ΄, 79. ΙΙ. νόσημα τῆς οὐρᾶς τοῦ ἵππου, καθ’ ὃ «γίνονται αἱ τρίχες ἐν τῇ οὐρᾷ ὑείαις παραπλήσιοι» Ἱππιατρ. σ. 170, 10.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
fouet armé de pointes pour les esclaves.
Étymologie: ὕστριξ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
μσν.
1. νόσος που προσβάλλει την ουρά τών αλόγων και κατά την οποία οι τρίχες της γίνονται σαν τις τρίχες του γουρουνιού
2. ο ύστριξ
αρχ.
μαστίγιο από γουρουνότριχες που χρησιμοποιούσαν για τιμωρία τών δούλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστριξ, -ιχος + κατάλ. -ίς, -ίδος
(πρβλ. πινακ-ίς)].