φυκιοχαίτης: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
(6_19) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῡκιοχαίτης''': -ου, ὁ, «φυκιοχαίτην, ψαφαροχαίτην» Ἡσύχ. | |lstext='''φῡκιοχαίτης''': -ου, ὁ, «φυκιοχαίτην, ψαφαροχαίτην» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φυκιοχαίτην<br />ψαφαροχαίτην».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυκίον]] / <i>φύκιον</i>, υποκορ. του [[φῦκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίτη]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>χαίτης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A with hair like seaweed, Hsch. (expld. by ψαφαροχαίτης), PSI8.892 (iv (?) A. D.).
German (Pape)
[Seite 1313] ὁ, mit Haaren wie Meertang, = ψαφαροχαίτης, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φῡκιοχαίτης: -ου, ὁ, «φυκιοχαίτην, ψαφαροχαίτην» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φυκιοχαίτην
ψαφαροχαίτην».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυκίον / φύκιον, υποκορ. του φῦκος + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. χρυσο-χαίτης].