φλυκταινοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_7) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλυκταινοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς φλύκταιναν, Ἱππ. 641. 12· -ώδης, ες, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 251, Ἡσύχ. ἐν τῇ λέξει πεμφιδώδεες πυρετοί. | |lstext='''φλυκταινοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς φλύκταιναν, Ἱππ. 641. 12· -ώδης, ες, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 251, Ἡσύχ. ἐν τῇ λέξει πεμφιδώδεες πυρετοί. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει τη [[μορφή]] ή τα χαρακτηριστικά φλύκταινας, που μοιάζει με [[φλύκταινα]], [[φλυκταινώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλύκταινα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A blister like, Hp.Mul.2.116.
German (Pape)
[Seite 1293] ές, blasenartig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
φλυκταινοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς φλύκταιναν, Ἱππ. 641. 12· -ώδης, ες, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 251, Ἡσύχ. ἐν τῇ λέξει πεμφιδώδεες πυρετοί.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που έχει τη μορφή ή τα χαρακτηριστικά φλύκταινας, που μοιάζει με φλύκταινα, φλυκταινώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλύκταινα + -ειδής].