ὑφειμένως: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφειμένος]] de [[ὑφεῖμαι]], [[ὑφίημι]].
|btext=<i>adv.</i><br />doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφειμένος]] de [[ὑφεῖμαι]], [[ὑφίημι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[χαλαρότητα]] ή με [[ατονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑφειμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. [[ὑφίημι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφειμένως Medium diacritics: ὑφειμένως Low diacritics: υφειμένως Capitals: ΥΦΕΙΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hypheiménōs Transliteration B: hypheimenōs Transliteration C: yfeimenos Beta Code: u(feime/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ὑφίημι,

   A in a subdued tone or manner, X.An.7.7.16, Philostr.VS1.25.5; ὑ. ἔχειν πρός τινα Aristid. 2.137J.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφειμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὑφίημι, ἀμελῶς, χαλαρῶς, ἧττον βιαίως ἢ αὐθαδῶς, Λατ. submisse, ὁ δὲ Μηδοσάδης μάλα δὴ ὑφειμένως... ἔφη Ξεν. Ἀν. 7. 7, 16, Φιλόστρ. 536· ὑφ. ἔχειν πρός τινα Ἀριστείδ. 2. 137.

French (Bailly abrégé)

adv.
doucement.
Étymologie: ὑφειμένος de ὑφεῖμαι, ὑφίημι.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με χαλαρότητα ή με ατονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφειμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ὑφίημι + επιρρμ. κατάλ. -ως].