φιλαργικός: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
(6_10)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλαργικός''': -ή, -όν, (ἀργὸς) ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀργίαν, φίλος τῆς [[ἀργίας]], Ἐκκλ.
|lstext='''φῐλαργικός''': -ή, -όν, (ἀργὸς) ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀργίαν, φίλος τῆς [[ἀργίας]], Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά την [[αργία]], [[οκνηρός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φιλαργικὸς [[βίος]]» — ζωή γεμάτη υλικές απολαύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀργικός]] «[[οκνηρός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀργός]] [II])].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλαργικός Medium diacritics: φιλαργικός Low diacritics: φιλαργικός Capitals: ΦΙΛΑΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: philargikós Transliteration B: philargikos Transliteration C: filargikos Beta Code: filargiko/s

English (LSJ)

ἡ, όν, (ἀργός)

   A contemplative, dub. in Fulg.Myth.2.1.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλαργικός: -ή, -όν, (ἀργὸς) ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀργίαν, φίλος τῆς ἀργίας, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που αγαπά την αργία, οκνηρός
2. φρ. «φιλαργικὸς βίος» — ζωή γεμάτη υλικές απολαύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀργικός «οκνηρός» (< ἀργός [II])].