τετραβαρής: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(6_7)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρᾰβᾰρής''': -ές, [[τετραπλάσιος]] τὸ βάρος, Ἀλκαῖ. 147, ἐν τῇ ποιητ. γεν. πληθ. τετραβαρήων.
|lstext='''τετρᾰβᾰρής''': -ές, [[τετραπλάσιος]] τὸ βάρος, Ἀλκαῖ. 147, ἐν τῇ ποιητ. γεν. πληθ. τετραβαρήων.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />[[τετραπλάσιος]] σε [[βάρος]] («τετραβαρήων πλίνθων καυάγματα», Αλκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἰσο</i>-<i>βαρής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰβᾰρής Medium diacritics: τετραβαρής Low diacritics: τετραβαρής Capitals: ΤΕΤΡΑΒΑΡΗΣ
Transliteration A: tetrabarḗs Transliteration B: tetrabarēs Transliteration C: tetravaris Beta Code: tetrabarh/s

English (LSJ)

ές,

   A four times as heavy, Alc. 153, in poet. gen. pl. τετραβαρήων.

German (Pape)

[Seite 1096] ές, viermal das Gewicht habend, viermal so schwer, Alcaeus bei Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰβᾰρής: -ές, τετραπλάσιος τὸ βάρος, Ἀλκαῖ. 147, ἐν τῇ ποιητ. γεν. πληθ. τετραβαρήων.

Greek Monolingual

-ές, Α
τετραπλάσιος σε βάρος («τετραβαρήων πλίνθων καυάγματα», Αλκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ἰσο-βαρής].