συρματῖτις: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263
(6_2)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συρμᾰτῖτις''': [[κόπρος]], ἡ, [[κόπρος]] μεμιγμένη [[μετὰ]] συρμάτων, δηλ. μὲ σκουπίδια (ἴδε [[σύρμα]] Ι. 2), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 4., 7. 5, 1. ΙΙ. συρμᾰτίς, ίδος, ἡ, «συρματὶς [[στρατιά]]· ἡ τὰ συμψήγματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα» Ἡσύχ. (πρβλ. τὸ Λατ. syrmaticus).
|lstext='''συρμᾰτῖτις''': [[κόπρος]], ἡ, [[κόπρος]] μεμιγμένη [[μετὰ]] συρμάτων, δηλ. μὲ σκουπίδια (ἴδε [[σύρμα]] Ι. 2), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 4., 7. 5, 1. ΙΙ. συρμᾰτίς, ίδος, ἡ, «συρματὶς [[στρατιά]]· ἡ τὰ συμψήγματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα» Ἡσύχ. (πρβλ. τὸ Λατ. syrmaticus).
}}
{{grml
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, A<br /><b>φρ.</b> «συρματῑτις [[κόπρος]]» — [[κόπρος]] αναμεμιγμένη με σύρματα, δηλ. με σκουπίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύρμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σιδηρ</i>-<i>ῖτις</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρμᾰτῖτις Medium diacritics: συρματῖτις Low diacritics: συρματίτις Capitals: ΣΥΡΜΑΤΙΤΙΣ
Transliteration A: syrmatîtis Transliteration B: syrmatitis Transliteration C: syrmatitis Beta Code: surmati=tis

English (LSJ)

κόπρος, ἡ, manure

   A mixed with litter (cf. σύρμα 1.2), Thphr.HP2.7.4, 7.5.1.

Greek (Liddell-Scott)

συρμᾰτῖτις: κόπρος, ἡ, κόπρος μεμιγμένη μετὰ συρμάτων, δηλ. μὲ σκουπίδια (ἴδε σύρμα Ι. 2), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 4., 7. 5, 1. ΙΙ. συρμᾰτίς, ίδος, ἡ, «συρματὶς στρατιά· ἡ τὰ συμψήγματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα» Ἡσύχ. (πρβλ. τὸ Λατ. syrmaticus).

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, A
φρ. «συρματῑτις κόπρος» — κόπρος αναμεμιγμένη με σύρματα, δηλ. με σκουπίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. σιδηρ-ῖτις)].