φθίδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(6_4)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθίδιος''': -α, -ον, ([[φθίω]]) «φθίδιον· ὀλιγοχρόνιον, ὀλίγον» Ἡσύχ. [[μετὰ]] τὴν λέξιν φθόσις.
|lstext='''φθίδιος''': -α, -ον, ([[φθίω]]) «φθίδιον· ὀλιγοχρόνιον, ὀλίγον» Ἡσύχ. [[μετὰ]] τὴν λέξιν φθόσις.
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθι</i>- του [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]]].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθίδιος Medium diacritics: φθίδιος Low diacritics: φθίδιος Capitals: ΦΘΙΔΙΟΣ
Transliteration A: phthídios Transliteration B: phthidios Transliteration C: fthidios Beta Code: fqi/dios

English (LSJ)

α, ον, (φθίω)

   A perishable, Hsch. (post φθόσις).

German (Pape)

[Seite 1271] schwindend, vergänglich, von kurzer Dauer, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φθίδιος: -α, -ον, (φθίω) «φθίδιον· ὀλιγοχρόνιον, ὀλίγον» Ἡσύχ. μετὰ τὴν λέξιν φθόσις.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθι- του φθίνω + κατάλ. -ίδιος].