σωματοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(6_17)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμᾰτοφόρος''': -ον, ὁ [[σῶμα]] ἢ [[πτῶμα]] φέρων, Νικήτ. Δαυΐδ Παραφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 66, 19, ἔκδ. Drenk.
|lstext='''σωμᾰτοφόρος''': -ον, ὁ [[σῶμα]] ἢ [[πτῶμα]] φέρων, Νικήτ. Δαυΐδ Παραφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 66, 19, ἔκδ. Drenk.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για τον Χριστό) αυτός που φέρει, που έχει [[σώμα]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που μεταφέρει νεκρό<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έδαφος]]) αυτός που περιέχει μεταλλικές ουσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοφόρος Medium diacritics: σωματοφόρος Low diacritics: σωματοφόρος Capitals: ΣΩΜΑΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sōmatophóros Transliteration B: sōmatophoros Transliteration C: somatoforos Beta Code: swmatofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing a metallic substance, γῆ Olymp.Alch.p.71 B.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοφόρος: -ον, ὁ σῶμαπτῶμα φέρων, Νικήτ. Δαυΐδ Παραφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 66, 19, ἔκδ. Drenk.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για τον Χριστό) αυτός που φέρει, που έχει σώμα
μσν.
αυτός που μεταφέρει νεκρό
αρχ.
(για έδαφος) αυτός που περιέχει μεταλλικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φόρος (< φέρω)].