ὑδροχαρής: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(6_7) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδροχαρής''': -ές, ὁ ἀγαπῶν τὸ [[ὕδωρ]], Εὐστ. 254· 11, κλπ.· - Ὑδρόχαρις, [[ὄνομα]] βατράχου ἐν τῇ Βατραχομυομ. 229. | |lstext='''ὑδροχαρής''': -ές, ὁ ἀγαπῶν τὸ [[ὕδωρ]], Εὐστ. 254· 11, κλπ.· - Ὑδρόχαρις, [[ὄνομα]] βατράχου ἐν τῇ Βατραχομυομ. 229. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές / [[ὑδροχαρής]], -ές, ΝΜ, και υδρόχαρος, -η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει το [[νερό]]<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί στο [[νερό]], [[υδρόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> / -<i>χαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνο</i>-<i>χαρής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A delighting in water, Eust.254.11, etc.
German (Pape)
[Seite 1174] ές, sich des Wassers freuend, gern im, am Wasser lebend, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροχαρής: -ές, ὁ ἀγαπῶν τὸ ὕδωρ, Εὐστ. 254· 11, κλπ.· - Ὑδρόχαρις, ὄνομα βατράχου ἐν τῇ Βατραχομυομ. 229.
Greek Monolingual
-ές / ὑδροχαρής, -ές, ΝΜ, και υδρόχαρος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που του αρέσει το νερό
2. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί στο νερό, υδρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -χαρής / -χαρος (< χαίρω), πρβλ. οἰνο-χαρής].