φήλωμα: Difference between revisions

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source
(6_21)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φήλωμα''': τό, [[ἀπάτη]], [[ἐξαπάτησις]], Ἀντιφῶν ἐν τοῖς εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. Σχολίοις 1165· ― φήλωσις, εως, ἡ, Ἐτυμολ. Μέγ. 791. 33.
|lstext='''φήλωμα''': τό, [[ἀπάτη]], [[ἐξαπάτησις]], Ἀντιφῶν ἐν τοῖς εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. Σχολίοις 1165· ― φήλωσις, εως, ἡ, Ἐτυμολ. Μέγ. 791. 33.
}}
{{grml
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[φηλῶ]]<br />[[απάτη]], [[εξαπάτηση]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φήλωμα Medium diacritics: φήλωμα Low diacritics: φήλωμα Capitals: ΦΗΛΩΜΑ
Transliteration A: phḗlōma Transliteration B: phēlōma Transliteration C: filoma Beta Code: fh/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A deception, cheat, Antipho Soph.71.

German (Pape)

[Seite 1267] τό, der Betrug, die Täuschung, Antipho bei Phot. u. Schol. Ar. Pax 1131.

Greek (Liddell-Scott)

φήλωμα: τό, ἀπάτη, ἐξαπάτησις, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. Σχολίοις 1165· ― φήλωσις, εως, ἡ, Ἐτυμολ. Μέγ. 791. 33.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α φηλῶ
απάτη, εξαπάτηση.