φαρμακοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
(6_18)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαρμακοφόρος''': -ον, ὁ φέρων, παράγων φάρμακα, περὶ τῆς Ἐφύρας, «ἐκ ταύτης φασί τινες τὸν Ὀδυσσέα λαβεῖν ἀνδροφόνα φάρμακα λέγοντες φαρμακοφόρον ποτὲ γενέσθαι αὐτὴν, διὰ τὸ [[ἐκεῖ]] κατοικῆσαι τὴν Μήδειαν» Εὐστ. 1415 55.
|lstext='''φαρμακοφόρος''': -ον, ὁ φέρων, παράγων φάρμακα, περὶ τῆς Ἐφύρας, «ἐκ ταύτης φασί τινες τὸν Ὀδυσσέα λαβεῖν ἀνδροφόνα φάρμακα λέγοντες φαρμακοφόρον ποτὲ γενέσθαι αὐτὴν, διὰ τὸ [[ἐκεῖ]] κατοικῆσαι τὴν Μήδειαν» Εὐστ. 1415 55.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />(ως [[προσωνυμία]] της Εφύρας) αυτός που παράγει φάρμακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκοφόρος Medium diacritics: φαρμακοφόρος Low diacritics: φαρμακοφόρος Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pharmakophóros Transliteration B: pharmakophoros Transliteration C: farmakoforos Beta Code: farmakofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A producing drugs, Eust.1415.54.

German (Pape)

[Seite 1257] Arzneimittel, Gift hervorbringend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμακοφόρος: -ον, ὁ φέρων, παράγων φάρμακα, περὶ τῆς Ἐφύρας, «ἐκ ταύτης φασί τινες τὸν Ὀδυσσέα λαβεῖν ἀνδροφόνα φάρμακα λέγοντες φαρμακοφόρον ποτὲ γενέσθαι αὐτὴν, διὰ τὸ ἐκεῖ κατοικῆσαι τὴν Μήδειαν» Εὐστ. 1415 55.

Greek Monolingual

-ον, Μ
(ως προσωνυμία της Εφύρας) αυτός που παράγει φάρμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + -φόρος].