τωθασμός: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />moquerie, raillerie, injure.<br />'''Étymologie:''' [[τωθάζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />moquerie, raillerie, injure.<br />'''Étymologie:''' [[τωθάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[τωθάζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τωθάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A scoffing, jeering, Arist. Pol.1336b17, D.H.3.71, Ph.2.83, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
τωθασμός: ὁ, ἐμπαιγμός, μυκτηρισμός, ἐπιμελὲς ἔστω τοῖς ἄρχουσι μηθὲν μήτε ἄγαλμα μήτε γραφὴν εἶναι τοιούτων πράξεων (δηλ. ἀσχημόνων) μίμησιν, εἰ μὴ παρά τισι θεοῖς τοιούτοις οἷς καὶ τὸν τωθασμὸν ἀποδίδωσιν ὁ νόμος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 10, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀδάμ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
moquerie, raillerie, injure.
Étymologie: τωθάζω.
Greek Monolingual
ὁ, Α τωθάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τωθάζω.