χοληγός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
(6_19)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χοληγός''': ός, ὁ ἐξάγων [[κάτωθεν]] χολήν, Ἱππ. 418. 6 καὶ 37, [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα πλημμελ. φέρουσι χοληγαγικός καὶ -ηγαγός.
|lstext='''χοληγός''': ός, ὁ ἐξάγων [[κάτωθεν]] χολήν, Ἱππ. 418. 6 καὶ 37, [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα πλημμελ. φέρουσι χοληγαγικός καὶ -ηγαγός.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που εξάγει την [[χολή]] («ταύτην [[φάρμακον]] πίσαι χοληγόν», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόλος]] / [[χολή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χορ</i>-<i>ηγός</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοληγός Medium diacritics: χοληγός Low diacritics: χοληγός Capitals: ΧΟΛΗΓΟΣ
Transliteration A: cholēgós Transliteration B: cholēgos Transliteration C: choligos Beta Code: xolhgo/s

English (LSJ)

όν,

   A carrying off bile, φάρμακον Hp.Loc.Hom.27,28 (χοληγαγικός and -ηγαγός codd.).

German (Pape)

[Seite 1363] Galle abführend, Conj. für das Vorige.

Greek (Liddell-Scott)

χοληγός: ός, ὁ ἐξάγων κάτωθεν χολήν, Ἱππ. 418. 6 καὶ 37, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα πλημμελ. φέρουσι χοληγαγικός καὶ -ηγαγός.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που εξάγει την χολή («ταύτην φάρμακον πίσαι χοληγόν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. χορ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].