φιλύρινος: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(eksahir)
(45)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[de madera de tilo]], [[madera de tilo]]
|esgtx=[[de madera de tilo]], [[madera de tilo]]
}}
{{grml
|mltxt=-ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί από [[ξύλο]] φιλύρας («φιλυρίνη [[σανίς]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[ελαφρός]], [[κούφιος]], όπως το [[ξύλο]] της φιλύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φιλύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλύρῐνος Medium diacritics: φιλύρινος Low diacritics: φιλύρινος Capitals: ΦΙΛΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: philýrinos Transliteration B: philyrinos Transliteration C: filyrinos Beta Code: filu/rinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of lime wood, σανίς Hp.Art.47, cf. Ostr.Bodl.iii 267 (i A. D.), D.C.67.15, Heliod. (Leonid.Sch.) ap.Orib.44.20.74; light as lime wood, of Cinesias, Ar.Av.1377, cf. Sch.adloc.; but Ath.12.551d thinks it means that he wore stays of lime wood.

German (Pape)

[Seite 1289] von der Linde, von Lindenholz, Lindenbast, leicht wie Lindenholz, Ar. Av. 1378, vgl. Ath. XII, 551.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλύρῐνος: [ῠ], -η, -ον, ὁ ἐκ φιλύρας, «ἀπὸ φλαμοῦρι», σανὶς Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813· κοῦφος, ἐλαφρὸς ὡς ξύλον ἐκ φιλύρας, ἐπὶ τοῦ Κινησίου, «ὡς εὐτελῆ καὶ κοῦφα ποιοῦντα, τοιοῦτον γὰρ τὸ ξύλον, κοῦφον καὶ ἐλαφρόν» Σχόλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1377, Εὐφρόνιος παρὰ τῷ Σχολ.· ἀλλ’ ὁ Ἀθήναιος λέγει 551D «διὰ τὸ φιλύρας τοῦ ξύλου λαμβάνοντα σανίδα συμπεριζώννυσθαι, ἵνα μὴ κάμπτηται διά τε τὸ μῆκος καὶ τὴν ἰσχνότητα».

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 de tilleul;
2 léger ou mince comme l’écorce du tilleul.
Étymologie: φιλύρα.

Spanish

de madera de tilo, madera de tilo

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο φιλύρας («φιλυρίνη σανίς», Ιπποκρ.)
2. ελαφρός, κούφιος, όπως το ξύλο της φιλύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].