τεμαχοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
(6_19) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεμᾰχοπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν τεταριχευμένους ἰχθῦς, [[ταριχοπώλης]], Ἀντιφάνης παρ’ Ἀθην. 120Α. | |lstext='''τεμᾰχοπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν τεταριχευμένους ἰχθῦς, [[ταριχοπώλης]], Ἀντιφάνης παρ’ Ἀθην. 120Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πουλά παστά ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέμαχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A dealer in salt fish, Antiph.128.
German (Pape)
[Seite 1089] ὁ, der mit eingesalzenen Meerfischen handelt, Antiphan. bei Ath. III, 120 a.
Greek (Liddell-Scott)
τεμᾰχοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν τεταριχευμένους ἰχθῦς, ταριχοπώλης, Ἀντιφάνης παρ’ Ἀθην. 120Α.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που πουλά παστά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέμαχος + -πώλης].