τετράσκαλμος: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(6_18) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράσκαλμος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας σκαλμούς, τετράκωπος, τετρασκάλμου πλοίου Διοδ. Ἐκλογ. 632. 77. | |lstext='''τετράσκαλμος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας σκαλμούς, τετράκωπος, τετρασκάλμου πλοίου Διοδ. Ἐκλογ. 632. 77. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] σκαλμούς, τετράκωπος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σκαλμός]] «[[μικρός]] [[πάσσαλος]], όπου στηρίζεται το [[κουπί]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>σκαλμος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A four-oared, D.S.40.1.
German (Pape)
[Seite 1099] mit vier Rudern, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
τετράσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας σκαλμούς, τετράκωπος, τετρασκάλμου πλοίου Διοδ. Ἐκλογ. 632. 77.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις σκαλμούς, τετράκωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σκαλμός «μικρός πάσσαλος, όπου στηρίζεται το κουπί» (πρβλ. πεντά-σκαλμος)].