σχεδιουργός: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(6_14)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχεδιουργός''': ὁ, ([[σχεδία]], *[[ἔργω]]) ὁ κατασκευάζων σχεδίας, Θεμίστ. 316Β.
|lstext='''σχεδιουργός''': ὁ, ([[σχεδία]], *[[ἔργω]]) ὁ κατασκευάζων σχεδίας, Θεμίστ. 316Β.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που κατασκευάζει σχεδίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχεδία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιστ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχεδιουργός Medium diacritics: σχεδιουργός Low diacritics: σχεδιουργός Capitals: ΣΧΕΔΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: schediourgós Transliteration B: schediourgos Transliteration C: schediourgos Beta Code: sxediourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A raft-builder, Them.Or.26.316b.

German (Pape)

[Seite 1054] ὁ, der Flöße verfertigt, Themist.

Greek (Liddell-Scott)

σχεδιουργός: ὁ, (σχεδία, *ἔργω) ὁ κατασκευάζων σχεδίας, Θεμίστ. 316Β.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει σχεδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδία + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ιστ-ουργός].