τροφόεις: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(Autenrieth)
(42)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=εσσα, εν: [[big]], [[swollen]]; κύματα τροφόεντα (v. l. [[τροφέοντο]], ‘were [[swelling]]’), Od. 3.290†.
|auten=εσσα, εν: [[big]], [[swollen]]; κύματα τροφόεντα (v. l. [[τροφέοντο]], ‘were [[swelling]]’), Od. 3.290†.
}}
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> [[καλοθρεμμένος]], [[ευτραφής]]<br /><b>2.</b> [[συμπαγής]] ή [[μεγάλος]] («κύματά τε τροφόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] / [[τροφός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφόεις Medium diacritics: τροφόεις Low diacritics: τροφόεις Capitals: ΤΡΟΦΟΕΙΣ
Transliteration A: trophóeis Transliteration B: trophoeis Transliteration C: trofoeis Beta Code: trofo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (τρέφω)

   A well-fed, stout, large, big, κύματά τε τροφόεντα Il.15.621, Od.3.290 (v. τροφέω).

Greek (Liddell-Scott)

τροφόεις: εσσα, εν, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, εὐτραφής, συμπαγής, μέγας, κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ μεγάλως αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. τρόφις, πηγός.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
c. τρόφις.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: big, swollen; κύματα τροφόεντα (v. l. τροφέοντο, ‘were swelling’), Od. 3.290†.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
1. καλοθρεμμένος, ευτραφής
2. συμπαγής ή μεγάλος («κύματά τε τροφόεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. -όεις].