τεχνοειδής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(6_7)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεχνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς τέχνην, [[τεχνικός]], [[πνεῦμα]] πυροειδὲς καὶ τεχνοειδὲς Διογ. Λ. 7. 156.
|lstext='''τεχνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς τέχνην, [[τεχνικός]], [[πνεῦμα]] πυροειδὲς καὶ τεχνοειδὲς Διογ. Λ. 7. 156.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τεχνοειδές</i><br />η [[τεχνική]] [[ικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τεχνικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνοειδής Medium diacritics: τεχνοειδής Low diacritics: τεχνοειδής Capitals: ΤΕΧΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: technoeidḗs Transliteration B: technoeidēs Transliteration C: technoeidis Beta Code: texnoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A artistic, D.L.7.156.

German (Pape)

[Seite 1104] ές, kunstartig, D. L. 6, 156.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέχνην, τεχνικός, πνεῦμα πυροειδὲς καὶ τεχνοειδὲς Διογ. Λ. 7. 156.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
το ουδ. ως ουσ. τὸ τεχνοειδές
η τεχνική ικανότητα
αρχ.
τεχνικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -ειδής].