χάνος: Difference between revisions

From LSJ
(6_6)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χάνος''': -εος, τό, = [[χάσμημα]], τὸ ἀνοικτὸν [[στόμα]], Κωμικ. Ἀνών. 315.
|lstext='''χάνος''': -εος, τό, = [[χάσμημα]], τὸ ἀνοικτὸν [[στόμα]], Κωμικ. Ἀνών. 315.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br /><b>βλ.</b> <i>χαν</i>.———————— <b>(II)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> <b>βλ.</b> [[χάννος]].———————— <b>(III)</b><br />-ους και -εος, τὸ, Α<br />το [[στόμα]], [[ιδίως]] το ανοιχτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>χᾰν</i>- του ρ. [[χαίνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[χάσκω]]), [[κατά]] τα σιγμόληκτα ουδ.].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάνος Medium diacritics: χάνος Low diacritics: χάνος Capitals: ΧΑΝΟΣ
Transliteration A: chános Transliteration B: chanos Transliteration C: chanos Beta Code: xa/nos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό,

   A mouth, Com.Adesp.1193.

German (Pape)

[Seite 1335] εος, τό, = χάσμα, Poll. 2, 97.

Greek (Liddell-Scott)

χάνος: -εος, τό, = χάσμημα, τὸ ἀνοικτὸν στόμα, Κωμικ. Ἀνών. 315.

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
βλ. χαν.———————— (II)
ο, Ν
ζωολ. βλ. χάννος.———————— (III)
-ους και -εος, τὸ, Α
το στόμα, ιδίως το ανοιχτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χᾰν- του ρ. χαίνω (βλ. λ. χάσκω), κατά τα σιγμόληκτα ουδ.].